- σφάκελος
- σφάκελοςgangrenemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
σφακέλου — σφάκελος gangrene masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακέλους — σφάκελος gangrene masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακέλων — σφάκελος gangrene masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακέλῳ — σφάκελος gangrene masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφάκελοι — σφάκελος gangrene masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφάκελον — σφάκελος gangrene masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… … Dictionary of Greek
Спорынья — (см. Болезни растений, фиг. 4) черные рожки, образующиеся нередко, вместо зерен, в колосьях ржи и других злаков. Эти рожки представляют собой покоящуюся стадию развития или так называемые склероции (см.) паразитного грибка Claviceps purpurea Tul … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
esfácelo — (Del gr. sphakelos, gangrena seca.) ► sustantivo masculino MEDICINA Masa de tejido gangrenado. * * * esfacelo (del gr. «sphákelos», gangrena) m. Med. Porción de tejido mortificado en una herida. * * * esfácelo o esfacelo. (Del gr. σφάκελος,… … Enciclopedia Universal